ἀθλοφόροι

ἀθλοφόροι
ἀθλοφόρος
bearing away the prize
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αθλοφόρος — ο (Α ἀθλοφόρος, ον και ασυναίρετο ἀεθλοφόρος, ον) 1. αυτός που κερδίζει βραβείο, ο νικητής (η λ. είναι γνωστή στα νεοελλ. από τα τροπάρια αγίων, διότι θεωρούνται νικητές τού κακού και τών εχθρών τού χριστιανισμού) 2. αυτός που δίνει βραβεία… …   Dictionary of Greek

  • ЗИНОН И ЗИНА — [греч. Ζήνων κα Ζήνας (Ζηνᾶς)] († 286 или 305), мученики Филадельфийские (Аравийские) (пам. 22 июня; пам. зап. 23 июня). Согласно Мученичеству, составленному неизвестным автором на греч. языке (BHG, N 1887), воин З. из сел. Зизиун в Палестине по… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”